- χρυσοδακτύλιος
- χρῡσο-δακτύλιος [pron. full] [ῠ], ον,A with ring of gold,
ἀνήρ Ep.Jac.2.2
.2 gloss on χρυσοκόλλητος, χ. σφραγίς set in a gold ring, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀνήρ Ep.Jac.2.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χρυσοδακτύλιος — ον, ΜΑ αυτός που φορεί χρυσό δαχτυλίδι αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «χρυσοκόλλητος σφραγίς χρυσοδακτύλιος». [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + δακτύλιος «δαχτυλίδι»] … Dictionary of Greek
χρυσοδακτύλιος — χρῡσοδακτύλιος , χρυσοδακτύλιος with ring of gold masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)